- ἔμπτωτα
- ἔμπτωτοςfalling intoneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπτωτος — ἔμπτωτος, ον (Α) επιρρεπής («ἔμπτωτα εἰς τὸ κακόν», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek